- ανδρογένεια
- η родословная по мужской линии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανδρογένεια — ἀνδρογένεια, η (Α) κατ’ αρρενογονία, από αρρενογονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανδρογενής < ανήρ, ανδρός + γενής < γένος] … Dictionary of Greek
ἀνδρογένεια — the man s side fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρογενείας — ἀνδρογενείᾱς , ἀνδρογένεια the man s side fem acc pl ἀνδρογενείᾱς , ἀνδρογένεια the man s side fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρογένειαν — ἀνδρογένεια the man s side fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)